- Γουίλιαμ
- Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. Βλ. λ. Γουλιέλμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ράμσεϊ, σερ Γουίλιαμ — (sir William Ramsay, Γλασκόβη 1852 – Χάι Γουάικομπ, Μπάκιγχαμσαϊρ 1916). Άγγλος χημικός. Υπήρξε μαθητής του Ρούντολφ Φίτιγκ στο Τίμπινγκεν, όπου πήρε πτυχίο το 1872. Αφού δίδαξε δυο χρόνια στη γενέτειρα του, το 1874 έγινε βοηθός στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Γουίλιαμ, κόμης του Στέρλινγκ — (William Alexander, περ. 1567 – 1640). Ποιητής, αυλικός και αποικιστής (βλ. λ. Στέρλινγκ, Γουίλιαμ Αλεξάντερ, κόμης του) … Dictionary of Greek
Βικρέι, Γουίλιαμ — (WilliamVickrey, Βικτόρια, Καναδάς 1914 – 1996). Καναδός οικονομολόγος και μαθηματικός. Αποφοίτησε με το πτυχίο μαθηματικών από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1935 και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στα οικονομικά από το πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1937.… … Dictionary of Greek
Γητς, Γουίλιαμ Μπάτλερ — Βλ. λ. Γιτς, Γουίλιαμ Μπάτλερ … Dictionary of Greek
Γιτς, Γουίλιαμ Μπάτλερ — (William Butler Yeats, Σαντιμάουτ, Δουβλίνο 1865 – Ροκμπρίν, Γαλλία 1939). Ιρλανδός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος ζωγράφου, αφομοίωσε την πείρα της κίνησης των προραφαηλικών. Στο Λονδίνο συνδέθηκε αργότερα με έναν περιορισμένο κύκλο… … Dictionary of Greek
Γκλάντστοουν, Γουίλιαμ Έβαρτ — Βλ. λ. Γλάδστον, Γουίλιαμ Έβαρτ … Dictionary of Greek
Γλάδστον, Γουίλιαμ Έβαρτ — (William Ewart Gladstone, Λίβερπουλ 1809 – Χάρντεν, Ουαλία 1898). Άγγλος πολιτικός. Άρχισε την κοινοβουλευτική σταδιοδρομία του –που κράτησε πάνω από 60 χρόνια– τον Ιανουάριο του 1833 ως βουλευτής του συντηρητικού κόμματος και γρήγορα μπήκε στην… … Dictionary of Greek
Γουάιλερ, Γουίλιαμ — (William Wyler,Γερμανία 1902 – ΗΠΑ 1981). Γερμανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε βιολί στο Ανώτατο Ωδείο του Παρισιού και, μέσω του θείου του Καρλ Λέμλε, ιδρυτή της Universal Studios, έφυγε για την Αμερική όπου έως το 1925 … Dictionary of Greek
Γουέρντζγουερθ, Γουίλιαμ — (William Wordsworth, Κόκερμοθ, Κάμπερλαντ 1770 – Ρίνταλ Μάουντ, Γουεστμόρλαντ 1850). Άγγλος ποιητής. Γεννήθηκε στη γραφική περιοχή των λιμνών και μεγάλωσε στην εξοχή· γι’ αυτό και υπήρξε περισσότερο από κάθε άλλον ο ποιητής της φύσης και της… … Dictionary of Greek
Κόλινς, Γουίλιαμ Γουίλκι — (William Wilky Colins, Κόλινς 1824 – Λονδίνο 1889). Άγγλος λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων της εποχής του. Τα μυθιστορήματά του εκτιμήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό της εποχής για την… … Dictionary of Greek